συνεκπαιδεύω
Смотреть что такое "συνεκπαιδεύω" в других словарях:
συνεκπαιδεύω — Ν εκπαιδεύω από κοινού μαθητές και τών δύο φύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
συνεκπαιδεύω — συνεκπαίδευσα, συνεκπαιδεύτηκα, εκπαιδεύω μαζί αγόρια και κορίτσια ή δύο ξεχωριστές ομάδες ατόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)